- ἐπεχώσατο
- ἐπί-χόωthrowaor ind mid 3rd sgἐπί-χώομαιto be angryaor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχώομαι — ἐπιχώομαι (Α) οργίζομαι για κάτι («ἐπεχώσατο μύθοις», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώομαι «οργίζομαι, είμαι απρόθυμος»] … Dictionary of Greek